Σάββατο 16 Αυγούστου 2008

Ο ΛΟΥΡΟΣ ΤΗΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ





Ο Δήμος Λούρου είναι, σύμφωνα με τον Ν.2539/97, από την 1/1/1999 ένας από τους οκτώ νέους Δήμους του Νομού Πρεβέζης, βρίσκεται όπως φαίνεται και στο χάρτη που παραθέτουμε, στο Νομό Πρεβέζης και υπάγεται στην Περιφέρεια Ηπείρου.

Γεωμορφολογικά, η περιοχή του Δήμου δεν είναι ομοιογενής καθώς το 50% περίπου της έκτασής του είναι ορεινό ενώ το υπόλοιπο είναι πεδινό και συνορεύει, με την περιβαλλοντικά προστατευόμενη περιοχή του Αμβρακικού Κόλπου. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του Δήμου κατοικεί στα τρία δημοτικά διαμερίσματα που βρίσκονται στο πεδινό του τμήμα, ενώ στο ορεινό τμήμα του Δήμου ο πληθυσμός όπως θα δούμε και στη συνέχεια φθίνει επικίνδυνα.
Ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός αποτελεί μόλις το 36% του συνολικού πληθυσμού.

Παραδοσιακά ο τομέας που κατείχε την πρωτοκαθεδρία στην απασχόληση των κατοίκων ήταν και παραμένει ο πρωτογενής τομέας.

Προβλήματα για την περαιτέρω ανάπτυξη της γεωργίας θεωρούνται το μικρό ποσοστό της αρδεύσιμης γης, ο πολύ μικρός κλήρος που αναλογεί σε κάθε αγρότη, απόρροια και των ορεινών όγκων του Δήμου, αλλά και η έλλειψη σύγχρονης τεχνολογίας και σχετικής ενημέρωσης

Αξίζει κανείς να σταθεί στους υδρόμυλους της περιοχής. Στην περιοχή υπήρχαν αρκετοί, σήμερα έχουμε το νερόμυλο της Μονής Αβάσσου και το μύλο του Κούτσαρη, κοντά στις πηγές της Γκούρας. Κανείς από τους δύο δεν λειτουργεί, σε αντίθεση με τη νεροτριβή της Γκούρας η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Η βιομηχανική ανάπτυξη του Δήμου είναι μάλλον ανύπαρκτη, και περιορίζεται σε κάποιες μικρές βιοτεχνικές μονάδες. Το συγκριτικό πλεονέκτημα της περιοχής θα πρέπει πιθανότατα να αναζητηθεί στον κλάδο της μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, καθώς υπάρχει η πρώτη ύλη και το ανθρώπινο δυναμικό. Αυτό που λείπει είναι οι αναγκαίες υποδομές και η μεταφορά της απαραίτητης τεχνογνωσίας, ώστε να γίνει σωστά η αρχή.

Οι γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη της γεωργίας. Τα βασικότερα γεωργικά προϊόντα της περιοχής είναι το καλαμπόκι, οι ελιές, το βαμβάκι και τα εσπεριδοειδή. Επίσης στην περιοχή του Δήμου υπάρχουν αρκετά αμπέλια με ποικιλίες ιδανικές για την παραγωγή κρασιού και τσίπουρου. Στο χώρο της κτηνοτροφίας υπάρχουν κυρίως αιγο-πρόβατα, βοοειδή και χοιροτροφικές μονάδες, ενώ στα ορεινά υπάρχουν και μελίσσια.
ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΛΟΥΡΟΥ
* ΛΟΥΡΟΣ
* ΒΡΥΣΟΥΛΑ
* ΑΝΩ ΡΑΧΗ
* ΣΦΗΝΩΤΟ
* ΣΤΕΦΑΝΗ
* ΩΡΩΠΟΣ
* ΚΟΤΣΑΝΟΠΟΥΛΟ
* ΣΚΙΑΔΑΣ
* ΤΡΙΚΑΣΤΡΟ
* ΡΕΥΜΑΤΙΑ

Κυριακή 20 Ιουλίου 2008

ΠΑΠΑΔΑΤΕΣ















Βρίσκεται στην γεωγραφική περιοχή που είναι γνωστή ως Μικρή Λάκκα Σουλίου, και είναι χτισμένο στους πρόποδες σε προέκταση του όρους Τόμαρος. Είναι ορεινό χωριό, και η πλατεία του είναι σε υψόμετρο 296 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Η κορυφή «Ζαρκόραχη» είναι η ψηλότερη του βουνού με υψόμετρο 1.332 μέτρα. Η κορυφή «Προφήτης Ηλίας» του βουνού έχει υψόμετρο 1.258 μέτρα, η κορυφή «Αλογομάνδρα» 1014 μέτρα, και η κορυφή «Μεγάλη Τσούκα » 957 μέτρα.
Στην πλατεία του χωριού, 3 μεγάλα πλατάνια δεσπόζουν στο χώρο και δίνουν τους θερινούς μήνες την δροσιά τους, στους ντόπιους και τους επισκέπτες. Στην άκρη της είναι το μνημείο (Ηρώον) πεσόντων Παπαδιωτών στους πολέμους.
Λίγο ποιο κάτω το παλαιό καμπαναριό σήμα κατατεθέν του χωριού, περιστοιχισμένο από την πλακόστρωτη πλατεία και σε μια γωνιά της είναι η προτομή του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.

Το χωριό αποτελείται από 3 συνοικισμούς: 1) τον κεντρικό συνοικισμό Παπαδάτες, 2) τον συνοικισμό Γαλήνη (παλαιά ονομασία Χάλασμα) και 3) τον συνοικισμό Άγιοι Απόστολοι (παλαιά ονομασία Προβίδι).
Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου και των Ιωαννίνων την 21η Φεβρουαρίου 1913, η Ήπειρος ενώθηκε με την υπόλοιπη ελεύθερη Ελλάδα.

Η κοινότητα Παπαδατών συστήθηκε επισήμως με το Βασιλικό Διάταγμα "περί συστάσεων δήμων και κοινοτήτων εν τω νομώ Πρεβέζης" την 14-08-1918. (ΦΕΚ 181 – τεύχος πρώτον σελ. 1302 παράγρ. 24). "Ο οικισμός Παπαδάται υπό το όνομα "Κοινότης Παπαδατών" και με έδρα τον ομώνυμον συνοικισμόν. Προς την κοινότητα Παπαδατών ενούται και ο συνοικισμός Μελιανά".
Η αρχική αναγνώριση έγινε με Βασιλικό Διάταγμα που υπογράφηκε την 07-08-1919 από τον Βασιλέα Αλέξανδρο και τον Υπουργό επί των Εσωτερικών Κ. Δ. Ρακτιβάν. Την 06-03-1925 (ΦΕΚ 62 / 1925) ο συνοικισμός Μελιανά αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστή κοινότητα.

Από το 1999 (με το νόμο Καποδίστρια) μαζί με τα υπόλοιπα χωριά (Θεσπρωτικό – Ριζοβούνι – Γαλατάς –Μελιανά – Νικολίτσι – Άσσος και Πολυστάφυλλο) αποτελεί Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Θεσπρωτικού του Νομού Πρέβεζας.
Το χωριό συνορεύει νότια με το Γαλατά - Ζερβό, δυτικά με το Νικολίτσι και τον Άσσο, βόρεια με τα Μελιανά του Δήμου Θεσπρωτικού και το Κουκλέσσι του Δήμου Δήμου Δημητρίου Ιωαννίνων, ανατολικά με τον Κερασώνα, και την Βούλιστα - Παναγιά του Δήμου Φιλιππιάδας Πρέβεζας.
Το ρέμα «Λακοχάλασμα» χωρίζει το χωριό από τα Μελιανά, και ο Ξηροπόταμος στον κάμπο του χωριού (γνωστός ως «Άμπουλας») με το Νικολίτσι
Το Δημοτικό Σχολείο επισκευάστηκε από της ζημιές του σεισμού του 1981. Τώρα δεν λειτουργεί λόγω μικρού αριθμού μαθητών. Έχει συγχωνευτεί με το Δημοτικό Σχολείο Ριζοβουνίου.

Κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία και η γεωργία. Γνωστές είναι και οι βρώσιμες ελιές του χωριού μας, που η καλλιέργειά τους αποδίδει ένα σημαντικό εισόδημα στους κατοίκους του χωριού μας.
Στο χωριό εδρεύει και το ΑΕΡΑΘΛΗΤΙΚΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΗΠΕΙΡΟΣ. Τα τελευταία χρόνια που δραστηριοποιείται, διοργανώνει Πανελλήνιους Αγώνες Αλεξιπτώτου Πλαγιάς (παρά πέντε), με μεγάλη συμμετοχή αγωνιζομένων. Για τις ανάγκες των πιλότων αλεξιπτώτου πλαγιάς έχει κατασκευαστεί πίστα απογείωσης κοντά στην κορυφή μεγάλη Τσούκα στο βουνό.
Στην πλατεία του χωριού υπάρχει ο παλαιός Μεταβυζαντινός Ναός Αγίας Τριάδος «Φανερωμένης» που κατασκευάστηκε το 1743 με αγιογραφίες σπάνιες, και ξυλόγλυπτο τέμπλο. Υπέστη σημαντικές ζημιές από τον σεισμό του 1981.

Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στον συνοικισμό Γαλήνη με τις θαυμάσιες βυζαντινές αγιογραφίες έχει υποστεί φθορές και ζημιές από τους σεισμούς και την πάροδο του χρόνου. Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Γαλήνης καταβάλλει προσπάθειες για την επισκευή του Ναού.
Ο Ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης χτισμένος σ’ ένα θαυμάσιο φυσικό τοπίο, δίπλα από τις πηγές στη θέση Πλιατόϊ Γαλήνης, με τα μεγάλα σκιερά πλατάνια. Στον χώρο αυτό τον Αύγουστο διοργανώνονται εκδηλώσεις με παραδοσιακή μουσική και τραγούδια.
Η παλαιότερη εκκλησία του χωριού είναι ο Άγιος Νικόλαος. Σήμερα είναι ο Κοιμητηριακός Ναός του Χωριού. Διασώζονται λίγες αγιογραφίες στο Ιερό. Στο Ναό έγιναν πριν πολλά χρόνια εργασίες προέκτασης με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί ο ρυθμός του.
Λίγες εκατοντάδες μέτρα ποιο πέρα είναι ο Ναός των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, και 300 μέτρα ποιο πάνω είναι το Παρεκκλήσιο τους που είναι γνωστό σε όλη την Ήπειρο ως «Αγιονέρι». Η πηγή του νερού που τρέχει μέσα στο Παρεκκλήσιο έχει ιαματικές ιδιότητες, και πλήθος λαού το επισκέπτεται και έχει ιαθεί από διάφορες ασθένειες.
Η εκκλησία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού είναι 150 μέτρα ποιο πάνω από την πλατεία, και πλήθος κόσμου παρευρίσκεται στην Λιτανεία της ιεράς εικόνος του Αγίου, μετά τον Μέγα Πανηγυρικό Εσπερινό μετ’ Αρτοκλασίας και Θείου Κηρύγματος, που τελείται την παραμονή της εορτής, την 23η Αυγούστου το βράδυ.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008

ΠΟΛΛΥΣΤΑΦΥΛΛΟ









Το Πολυστάφυλο βρίσκεται ΒΔ του Θεσπρωτικού και σε απόσταση 17 χιλιομέτρων. Είναι ημιορεινό χωριό, χτισμένο στους πρόποδες των Θεσπρωτικών Ορέων (Βαλαωρίτης αναφέρεται αλλού) και το τελευταίο χωριό του νομού Πρέβεζας στην περιοχή της Λάκκας Σούλι. Έχει 400 περίπου κατοίκους, οι περισσότεροι των οποίων βρίσκονται στα ξένα.

Η μόνη απασχόληση των κατοίκων είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Σήμερα ελάχιστοι από τους εναπομείναντες στο χωριό ασχολούνται με αυτές τις δραστηριότητες. Το χωριό κατά το παρελθόν ήταν γνωστό με το όνομα Ρουσάτσες, -Ρουσάτες-α, Ρουσιάτσα και όφειλε το όνομά του στο πολλά σταφύλια (Ρους). Το 1928 μετονομάστηκε σε ΠΟΛΥΣΤΑΦΥΛΟ.

Διοικητικά υπάγεται στο νομό Πρέβεζας, ενώ εκκλησιαστικά στην Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων.Για να φτάσει κανείς στο Πολυστάφυλο ακολουθεί το δρόμο Θεσπρωτικό-Άσσο-Ιωάννινα. Λίγο μετά τον Άσσο ανηφορίζουμε για 2-3 χιλιόμετρα και βρισκόμαστε στην αυχένα ΜΠΟΓΟΡΙΣΤΑΣ ή ΜΠΟΓΟΡΤΣΑΣ. Εκεί θυμάμαι, όταν μικρά παιδιά, βόσκαμε τα πρόβατά μας, χρησιμοποιούσαμε στα παιχνίδια μας πέτρες, που φαινόταν πως είχαν υποστεί κάποια ειδική επεξεργασία, -τεμάχια από σπασμένα πήλινα σκεύη και κεραμίδια. Μάλιστα οι γονείς μας εκεί -στην Μπογόριστα- πήγαιναν για να συγκεντρώσουν κεραμίδια, απαραίτητα για το χτίσιμο του θόλου ενός καλού χωριάτικου φούρνου. Πιστεύω ότι αυτά τα υλικά αποτελούσαν οικοδομικά υλικά κάποιας εποχής και σε συνδυασμό με την γεωγραφική θέση, που δεσπόζει της όλης περιοχής, συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι κάποτε εκεί υπήρχε πόλη-ακρόπολη-κάστρο με το όνομα ΜΠΟΓΟΡΙΣΤΑ ή ΜΠΟΓΟΡΤΣΑ. Προχωρώντας ανοίγεται μπροστά σου όλη η περιφέρεια της Λάκκας Σούλι. Δεξιά σου, βόρεια, υψώνεται το βουνό Τόμαρος (Ολύτσικα) και εμπρός σου, δυτικά, τα ιστορικά βουνά του Σουλίου, που σου θυμίζουν ιστορικά γεγονότα και ηρωϊκές πράξεις Σουλιωτών και Σουλιωτισσών για την διατήρηση του αγαθού της ελευθερίας των.
οι κάτοικοί του είχαν και έχουν έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι υπάρχουν στο Πολυστάφυλο εννέα (9) εκκλησίες: Άγιος Νικόλαος, Αγία Τριάδα, Άγιος Κων/νος & Ελένη, Κοίμηση της Θεοτόκου (Παναγίας) Άγιος Βλάσ(σ)ιος, Αγία Παρασκευή, Άγιος Γεώργιος (καθεδρικός ναός), Άγιος Αθανάσιος και Προφήτης Ηλίας, αλλά και από το ότι οι Πολυσταφυλιώτες γιορτάζουν-πανηγυρίζουν τρεις φορές τον χρόνο: Αγίου Νικολάου, Αγίας Τριάδας και της Παναγίας.Απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω κανένα άλλο χωριό δεν έχει τόσες εκκλησίες και να πανηγυρίζει τρεις φορές τον χρόνο.Οι παραπάνω εκκλησίες χτίστηκαν και συντηρούνται με την συνδρομή των κατοίκων του χωριού, την μεγάλη οικονομική συνδρομή του αείμνηστου συγχωριανού Στρατηγού Σπυρ. Μπακόλα, και λοιπών πιστών.

Μόνο η εκκλησία του Προφήτη Ηλία, που βρίσκονται τα ερείπιά της στην ψηλότερη κορυφή (Τσιουγκρί) των Θεσπρωτικών Ορέων, δεν μπόρεσε να χτίσει ο αείμνηστος Στρατηγός και έμεινε ανεκπλήρωτο το όνειρό του -η επιθυμία του- γιατί ήταν σχεδόν αδύνατη η μεταφορά με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο, μέχρις εκεί, των οικοδομικών υλικών.

Σάββατο 12 Ιουλίου 2008

ΛΑΚΚΑ ΣΟΥΛΙ











Ο Δήμος συστάθηκε με το Νόμο 2539/04-12-97 (ΦΕΚ Α’ 244/04-12-97), «Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης» με το όνομα Δήμος Δερβιζιάνων και μετονομάσθει σε «Δήμος Λάκκας Σουλίου» με το υπ’ αριθμ. Π.Δ. 4/14-01-2003 (ΦΕΚ Α’ 4/14-01-2003). Ο Δήμος απαρτίζεται από 14 πρώην Κοινότητες: Αλεποχώρι Μπότσαρη, Άρδοση, Αχλαδέα, Βαργιάδες, Γεωργάνοι, Δερβίζιανα, Έλαφος, Μπεστιά, Παλαιοχώρι Μπότσαρη, Πεντόλακκος, Ρωμανός, Σεριζιανά, Σιστρούνι και Σμυρτιά. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ο πληθυσμός του Δήμου ανέρχεται στους 3.552 κατοίκους.

Έδρα του Δήμου είναι το Τοπικό Διαμέρισμα Δερβιζιάνων όπου απέχει από την πόλη των Ιωαννίνων 46 χιλ. Ολόκληρη η περιοχή του δήμου είναι κατάφυτη από κουμαριές, πουρνάρια, φελίκη, ερείκη, μυρτιές και πολλά άλλα διάφορα δέντρα. Το έδαφος είναι κατά το πλείστον φλύσχη, αργυλώδεις και προσχοσυγενές στις μικρές κοιλάδες και ασβεστολιθικό στα βουνά τόσο των Σουλιώτικων όσο και της Ολύτσικας, όπου υπάρχει μικρόν οροπέδιο. Στο εσωτερικό του δήμου και σε πολλούς λόφους υπάρχουν και σχιστολιθικά πετρώματα (μαυρόπλακα) που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα αποκλειστικά για τις στέγες των σπιτιών.

Υπάρχουν αρκετές πηγές νερού που τροφοδοτούν τον Αχέροντα και τους παραποταμούς του. Αυτές είναι στη Μπεστιά , το Σιστρούνι, τη Σμυρτιά, τους Γεωργάνους και τα Δερβίζιανα. Δεν υλοποιούνται δε και πολλές βρύσες, που εξυπηρετούν τις ανάγκες για ύδρευση των διαμερισμάτων του δήμου.

Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωκτηνοτροφία. Καλλιεργούν καλαμπόκια, τρυφίλια ολίγα σιτηρά και όσπρια καθώς και κηπευτικά. Ιδιαιτέρως ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Κοπάδια αιγοπροβάτων και βοειδών εκτρέφονται τόσο σε ελεύθερη βοσκή όσο και σταυλισμένα

Στο Δήμο λειτουργεί Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών, κλιμάκιο της μη κερδοσκοπικής Επιχείρησης «ΜΕΡΙΜΝΑ» με το πρόγραμμα ¨Βοήθεια στο σπίτι¨, καθώς και Πνευματικό Κέντρο. Το τμήμα της Λάκκας Σουλίου που καταλαμβάνει ο δήμος μας και είναι το κεντρικότερο και το μεγαλύτερο έχει κατοικηθεί από της εποχής της εμφανίσεως του ζωικού και ανθρώπινου γένους στη γη. Τούτο το μαρτυρούν τα απολιθώματα που βρέθηκαν και αξιολογήθηκαν από αρμόδιους. Από τη νεολιθικής εποχής και μετά υπάρχουν δείγματα που επιβεβαιώνουν την κατοίκηση της περιοχής, όπως γρατινένοι και πυρολιθικοί πέλεκεις χάλκινα και σίδερα όπλα καθώς και πολλά πύλινα σκεύη, ομοιώματα και νομίσματα των ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ που κοσμούν το αρχαιολογικό μουσείο των Ιωαννίνων.

Καθροπολιτείες και ακροπόλεις συναντά ο επισκέπτης σε πολλά διαμερίσματα του δήμου μας ενώ άλλα είναι σε επισκέψημη κατάσταση και άλλα δυστυχώς όχι.Ερείπια πελασγικών τειχών μπορεί κανείς να δει στην Αχλαδέα ,στη Μπεστιά ,το Σιστρούνι , το Αλεποχώρι και Παλαιοχώρι Μπότσαρη όπως επίσης αρχαίους κιβωτιόσχημους τάφους στην Αχλαδέα , στη Μπεστιά και το Σιστρούνι.Επίσης νεοκλασικά σχολεία στην Αχλαδέα όπου και το κτιριακό συγκρότημα , το μόνο από τα είκοσι που έχτισε ο Αλή Πασάς για την πολιορκία του Σουλίου και που διασώζεται μέχρι σήμερα (κασλάς Αλή Πασά) , πέτρινα γεφύρια στο Σιστρούνι , νερόμυλοι στην Αχλαδέα , το Σιστρούνι και το Αλεποχώρι.

Μετά την καταστροφή του ρωμαίου Αιμήλιου Παύλου το 167 π.χ. των πόλεων αυτών της περιοχής του δήμου μας και τη συμπλήρωσή της από την άγνοια των κατοίκων , ανέλαβε η αρμόδια εφορία αρχαιοτήτων την ανάδειξη και την προστασία αυτων.Δυστυχώς όμως το μόνο που μέχρι σήμερα έχει καταφέρει , εκτός ελαχίστων περιπτώσεων , είναι να συμβάλει με την αμέλειά της στην ολοκληρωτική καταστροφή αυτών. Ο δήμος μας κάνει προσπάθεια για τη σήμανση και όσο είναι εφικτό στην ανάδειξη αυτών.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Από τα ελάχιστα αρχαιολογικά ευρήματα (απολιθωμένα ψάρια και οστρακοειδή) φαίνεται ότι προ 500 εκατομμυρίων ετών, η πεδινή τουλάχιστον περιοχή ήταν θάλασσα.

Ο γρανιτένιος πέλεκης του Ζωτικού, της Ελάφου και των Κοντάτων καθώς και τα χάλκινα όπλα και εργαλεία που βρέθηκαν στην Καταμάχη και στα Πλατάνια (Τσερίτσανα), μαρτυρούν ότι η ευρύτερη περιοχή κατοικούνταν από την εποχή του Λίθου και του Χαλκού. Από τον Όμηρο αναφέρεται ότι οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ήταν οι Πελασγοί στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. Μια χιλιετία αργότερα, περίπου στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., διάφορες φυλές, ανάμεσα τους Σελλοί, Χάονες, Θεσπρωτοί και Μολοσσοί, πιστεύεται ότι ήρθαν να εγκατασταθούν από τη Θεσσαλία. Οι Θεσπρωτοί κυριαρχούν και επεκτείνονται ανατολικά από την περιοχή όπου είχαν πρωτοεγκατασταθεί (δυτικά παράλια της Ηπείρου) και συμπεριλαμβάνουν στις κτήσεις τους και τη σημερινή περιοχή του Δήμου.

Πολύ αργότερα, τον 50 αιώνα π.Χ. οι Μολοσσοί αρχίζουν και ισχυροποιούνται και επί βασιλείας Θαρύπα (το 429 π.Χ. περίπου) επικρατούν και απομακρύνουν οριστικά τους Θεσπρωτούς από την περιοχή. Κατά τη βασιλεία του Θαρύπα και του διαδόχου του Αλκέτα (390-370 π.Χ.) ιδρύεται και η συμμαχία των Ηπειρωτών (Απειρωτάν) στην οποία προσχώρησαν οι Χάονες και οι Θεσπρωτοί. Αναπόσπαστο τμήμα της συμμαχίας αποτελεί και η περιοχή του Δήμου.

Η συμμαχία των Ηπειρωτών και η ελευθερία τους κράτησε έως την εποχή που ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππο Β' παντρεύτηκε την Ολυμπιάδα, θυγατέρα του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Ο Φίλιππος Β', ο γιος του Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του, κατέστησαν υποτελή στη Μακεδονία όλη την Ήπειρο. Ανεξάρτητη γίνεται πάλι η περιοχή όταν ανέρχεται στο θρόνο της Ηπείρου ο Πύρρος, ο οποίος έφτασε τα δυτικά όρια του κράτους μέχρι την Ιταλία και τη Καρχηδόνα. Η αλήθεια των παραπάνω βασίζεται και στο γεγονός ότι στη Μπεστιά βρέθηκαν νομίσματα με την επιγραφή Απειρωτάν αλλά και νομίσματα του Πύρρου.

Μετέπειτα στους αγώνες της Ρώμης εναντίον της Μακεδονίας, οι Ηπειρώτες βοήθησαν τους Μακεδόνες. Στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. οι Ρωμαίοι νικούν τους Μακεδόνες και τους συμμάχους τους. Το ίδιο έτος, ο Αιμίλιος Παύλος, έπειτα από απόφαση της Συγκλήτου, καταλαμβάνει την Ήπειρο και προβαίνει σε ολοκληρωτική καταστροφή της: 70 πόλεις καίγονται και 150.000 Ηπειρώτες θανατώνονται. Από τη λαίλαπα των Ρωμαίων δε γλίτωσε ούτε η περιοχή του Δήμου. Ήταν η εκδίκηση της Ρώμης για την "Πύρρειο νίκη" στην Ιταλία. Από τότε η Ήπειρος δε μπόρεσε να συνέλθει από τη φοβερή αυτή καταστροφή.

Στα βυζαντινά χρόνια η περιοχή αποτελεί τμήμα της αυτοκρατορίας και αρκετά συχνά δέχεται τις επιδρομές ξένων λαών. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 μ.Χ., αποτέλεσε περιοχή της ανεξάρτητης Διοικητικής ενότητας με το όνομα Δεσποτάτο της Ηπείρου.

Το 1449 μ.Χ. η περιοχή όπως και όλη η Ήπειρος, περιέχεται οριστικά στους Τούρκους. Τα όρη του Σουλίου αρχίζουν να γεμίζουν από κλέφτες και αμαρτωλούς, από ανθρώπους που είχαν άσβεστη μέσα τους τη φλόγα για ελευθερία, και προοδευτικά δημιουργείται η περίφημη Σουλιώτικη Συμπολιτεία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην πρώτη μεγάλη προσπάθεια για ελευθερία, που εκδηλώθηκε από τον αποκαλούμενο "Σκυλόσοφο" Δεσπότη Διονύσιο το 1611 και παραλίγο να ελευθερωθούν τα Ιωάννινα, συμμετείχαν και Λακκιώτες.

Η περιοχή στη διάρκεια των αγώνων των Τούρκων εναντίον του Σουλίου από το 1732-1778 και από το 1792-1803 αποτέλεσε τη σκοπιά, το φυλάκιο που παρακολουθούσε κάθε κίνηση του εχθρού και ειδοποιούσε έγκαιρα τους Σουλιώτες. Οι τούρκοι και ιδιαίτερα ο Αλή Πασάς, είχαν αναγνωρίσει τη στρατηγική σημασία της περιοχής και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τη θέσουν υπό τον έλεγχό τους. Ύστερα από την πτώση του Σουλίου, ο Αλή Πασάς παραχωρεί ή πωλεί ορισμένες περιοχές σε τσιφλικάδες. Τα χωριά Γεωργάνοι και Δερβίζιανα τα διατηρεί στην επικράτεια και αμέσως μετά το θάνατό του περιέχονται στο Σουλτάνο και ακολούθως στο τουρκικό δημόσιο. Τα χωριά Αλεποχώρι Μπότσαρη, Παλαιοχώρι Μπότσαρη και Ρωμανό γίνονται τσιφλίκια του Τζαμαλή αγά ενώ η Αχλαδέα τσιφλίκι του Π. Σακελλαρίου. Το 1919 απαλλοτριώνονται με απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας.

Η περιοχή ελευθερώνεται από τον τουρκικό ζυγό το 1913. Οι κάτοικοι που ποτέ δε λύγισαν, βοήθησαν αποφασιστικά στον αγώνα για ελευθερία. Από τη δυτική πλευρά του Τόμαρου, οι γυναίκες των Τσεριτσάνων (Πλατανιών) ανέβασαν το ορειβατικό κανόνι του ελληνικού στρατού σε υψόμετρο 1.700 μ. με δύο μέτρα χιόνι. Η ενέργεια αυτή αποτέλεσε το "κλειδί" για την κατάληψη των Ιωαννίνων καθώς με το κανόνι αυτό άνοιξε ο δρόμος μεταξύ Μανωλιάσσας και Μελιγγών και κατέστη δυνατή η περικύκλωση των Τούρκων στα οχυρά του Μπιζανίου. Οι παλαιότεροι διηγούνται πολλές συγκινητικές ιστορίες που προκαλούν το θαυμασμό.

Στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας έδωσαν το παρόν και το αίμα τους αρκετοί Λακκιώτες, αρκετοί από τους οποίους διακρίθηκαν για το θάρρος και την ανδραγανθεία τους.

Στο έπος του 1940, οι Λακκιώτες πρώτοι τρέξανε στο Καλπάκι για να αναχαιτίσουν το στρατό του Μουσουλίνι. Από τη Μπεστιά είναι ο αξιωματικός του πυροβολικού Κωστάκης, η ικανότητα του οποίου καθήλωσε τα τανκς του εχθρού στο Καλπάκι και σήμανε την αρχή της αντίστροφης μέτρησης για τους Ιταλούς εισβολείς. Όταν αργότερα ο στρατός μας συγκέντρωσε τα όπλα στη Δωδώνη για να τα παραδώσει στους Ιταλούς, οι Λακκιώτες όχι μόνο δεν τα παρέδωσαν αλλά πήραν πολλά από αυτά και τα έκρυψαν.

Στο πρώτο σάλπισμα για αντίσταση οι Λακκιώτες πήραν τα όπλα και βρέθηκαν στο πλευρό του συμπατριώτη τους Ναπολέοντα Ζέρβα που έστησε το στρατηγείο του πρώτα στο Πλατάνια (Τσερίτσανα), το μετέφερε στη Λίππα και τελικά στα Δερβίζιανα. Τη δεκαετία 1940-1950, ιταλογερμανική κατοχή και εμφύλιος, η περιοχή πλήρωσε με βαρύ φόρο αίματος και τεράστιες υλικές ζημίες τον αγώνα για την ελευθερία.

Με το νόμο 2539/97, ΦΕΚ 244/4-12-1997 Τεύχος Α, γνωστό και ως σχέδιο "Ιωάννης Καποδίστριας", συνενώθηκαν δεκατέσσερις κοινότητες που αποτελούσαν μια ενιαία γεωγραφική ενότητα, με σκοπό τη δημιουργία του Δήμου Δερβιζιάνων

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ

ΜΑΧΗ ΤΟΣΚΕΣΙ

«Οι Τσάμιδες κλείσθηκαν σε τέσσερα σπίτια και στην εκκλησία με την ελπίδα ότι θάφθανε βοήθεια από τον Χουσρίτ. Οι Σουλιώτες τουε είπαν ότι θα σταματούσαν την επίθεση υπό τον όρο ότι θα έφευγαν από το χωριό μέχρι τα μεσάνυχτα. Οι Τσάμιδες δέχθηκαν τον όρο και έφευγαν προς την Παραμυθιά. Άφησαν μέσα στο χωριό εξήντα τέσσερις νεκρούς και όλα τα πολεμοφόδια και τις αποσκευές τους. Από τους Σουλιώτες σκοτώθηκαν μόνο επτά και δώδεκα τραυματίες μεταφέρθηκαν στο Σούλι προς νοσηλεία. Μετά από τις δύο νίκες, στα Πέντε Πηγάδια και Τόσκεσι, οι Σουλιώτες απεφάσισαν να καταλάβουν τα Δερβίζιανα και να διώξουν από εκεί τους Τούρκους...»

ΧΡ. ΠΕΡΑΙΒΟΣ (Απομνημονεύοντα Πολεμικά) ΑΘΗΝΑ 1836 ο.π. σελ. 311 – 312







ΜΑΧΗ ΒΑΡΓΙΑΔΩΝ
14 Ιουλίου 1821

«... Ο Μάρκος Μπότσαρης με τμήμα Σουλιωτών εκινήθη έπειτα κατά των Βααργιάδων, οχυρά τοποθεσία στην οποία ο Χουρσίτ είχε εγκαταστήσει δύο χιλιάδες Τούρκους με Ανατολίτη αρχηγό. Η άμυνα των Τούρκων στους Βαργιάδες κράτησε αρκετές μέρες, έγιναν φονικές μάχες με πολλές απώλειες και για τα δύο μέρη. Οι Τούρκοι είχαν εκατόν επτά νεκρούς και διακόσιους τραυματίες και οι Σουλιώτες είχαν σάραντα δύο νεκρούς και εξήντα πέντε τραυματίες. Οι Σουλιώτες κατέλαβαν τους Βαργιάδες και κατέστερψαν από θεμέλια τα οχυρώματα που είχαν φτιάξει οι Τούρκοι...»

ΧΡ. ΠΕΡΑΙΒΟΣ (Ιστορία Σουλίου και Πάργας) ΑΘΗΝΑ 1857 ο.π. σελ. 302





ΜΑΧΗ ΔΕΡΒΙΖΙΑΝΩΝ

«... Οι Σουλιώτες με αρχηγούς τους Μπότσαρη και Ζάρμπα όταν έφθασαν έξω από το φρούριο των Δερβιζιάνων έδωσαν το σύνθημα (σπαθί). «Σπαθί» εφώναξαν οι αμέσως όλοι οι Σουλιώτες και πριν προλάβουν οι Τουρκομακεδόνες να καταλάβουν τι εσήμαινε η κραυγή «σπαθί», οι Σουλιώτες με τα πιστόλια και με τα μαχαίρια χτυπούσαν τους Τούρκομακεδόνες και τους συντρόφους τους μέχρι την ώρα εκείνη. Σε λίγα λεπτά της ώρας είχε γίνει μακελλειό. Εκατόν εβδομήντα μόνο, κι αυτοί πληγωμένοι, κατώρθωσαν να σωθούν φεύγοντας προς το γειτονικό δάσος με κραυγές (Μπαμπές, μπαμπές), δηλαδή (άπιστοι, άπιστοι)»

Κων/νου Γ. Πανταζή «ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΟΥΛΙΟΥ» 1978 ο.π. σελ 266


Ο ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΥΡΤΖΑΧΑΣ
12 Ιουνίου 1800

«... Οι προπορευομένοι Σουλιώτες του Φώτη Τζαβέλλα έφθασαν πολύ κοντά στο στρατόπεδο της Βυρτζάχας, ανεβαίνοντας προς το ύψωμα, διέκριναν τον Αρβανίτη σκοπό να προβάλει στον ορίζοντα. Ακροποδιτί ορμούν επάνω του, και πριν προλάβει να πυροβολήσει και να δώσει το σύνθημα του συναγερμού στο στρατόπεδο, τον αποκεφαλίζουν. Αμέσως, όλοι μαζί, ορμούν μέσα στο στρατόπεδο, ο ένας δίπλα από τον άλλο ώστε να μη αλληλοκτυπηθούν, πέφτουν με τα χατζάρια επάνω στους Αρβανίτες τους οποίους σφάζοντας τρομοκρατούν. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι οι Αρβανίτες βάζουν φωνές: (Σουλιώτες, Σουλιώτες ω βελέζερ), που σημαίνει Σουλιώτες, Σουλιώτες, ω αδελφοί»

ΧΡ. ΠΕΡΑΙΒΟΣ (Ιστορία Σουλίου και Πάργας) ΑΘΗΝΑ 1857 ο.π. σελ. 129


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΠΟΓΟΡΤΣΑΣ
18 Απριλίου 1821

«Η μάχη της Μπογόρτσας διήρκησε 2 ½ ώρες. Εφονεύθησαν 11 Σουλιώτες και επληγώθησαν 27. Οι Τούρκοι διαλύθηκαν ολοσχερώς. Οι Γκέγκηδες έφυγαν χωρίς επιστροφή. Οι Σουλιώτες παρακολουθούσαν τυχόν ανασύνταξη των τουρκικών στρατευμάτων στο ερειπωμένο οχυρό. Τούτο δεν έγινε, βρήκαν 32 νεκρούς οθωμανούς και δύο βαρειά τραυματίες, οπλισμό, πολεμοφόδια, ρουχισμό. Τα περάσματα, οι κορυφογραμμές του βουνού της Μπογόρτσας ήταν στον έλεγχο των Σουλιωτών πλέον. Έπαινος εδόθη στον αρχηγό των Σουλιωτών Γεώργιο Δράκο!»

ΧΡ. ΠΕΡΑΙΒΟΣ (πολεμικά απομνημονεύοντα) 1836 τ.Α’. ο.π. σελ. 292

ΜΑΧΗ ΣΙΣΤΡΟΥΝΙΟΥ
9 Ιουνίου 1800

«οι Σουλιώται τον σκοπόν του Πασά απεφάσισαν να τον ματαιώσουν, ει δυνατόν, με διακοσίων συμπολιτών δύναμιν, της οποίας αρχηγοί υπήρχον οι : Φώτος Τζαβέλλας, Γκόγκας Δαγκλής, Σκούμπος Δράκος, Κολιοδημήτρης, Κίτσος Πανομάρας, Πάσχος Λάλας και Τζάλας’, ούτοι πάντες ενεδρεύσαντες τη ιδία νυκτί επί το οχυρότερον πλησίον του χωρίου μέρος, ο δε αρχηγός αυτών Τουρκαλβανός (Μουσταφά Ζηγούρης) έχων χιλίους τριακόσιους εκλεκτούς στρατιώτας υπό την οδηγίαν του, αφελκούσας το ξίφος εφορμά ανυπερθέτως κατά των δύο, τον ακολουθεί συγχρόνως και όλον το σώμα δια των συνήθων αλαλαγμών, απροσδοκήτως όμως εμπίπτει εις την ενέδραν των Σουλιωτών , όπου κατά πρώτον πυροβολισμόν φονεύονται εξ αυτών υπέρ τους τριάκοντα εκτός των τραυματιών. Το σταρτήγημα και η συμβάσα φθορά πιθανόν να μη εξήρκουν δια την ασφάλειαν της νίκης, εάν ο Αρχηγός Τζαβέλλας δεν επρολάμβανε να φονεύση τον στρατηγόν Ζηγούρην προπορευόμενον των στρατιωτών...»

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

ΑΜΜΟΥΔΙΑ ΠΡΕΒΕΖΑΣ





Το χωριό της Αμμουδιάς βρίσκεται στις εκβολές του Αχέροντα ποταμού, γνωστού από τη μεταφορά των νεκρών στο βασίλειο του Πλούτωνα. Διοικητικά ανήκει στο Δήμο Φαναρίου του Νομού Πρεβέζης και βρέχεται από τα νερά του Ιονίου Πελάγους. Αρχικά αναγνωρίστηκε ως κοινότητα του Ελληνικού κράτους με το όνομα Σπλάντζα(1919). Μετονομάστηκε Αμμουδιά(1928), αρχικά υπαγόμενη στο Νομό Θεσπρωτίας. Από το 1946 ανήκει πλέον στο Νομό Πρεβέζης. Ο πρώτος κάτοικος εγκαταστάθηκε στην Αμμουδιά περίπου κατά το 1450 κοντά στο λόφο Γορτσούλα, ενώ το χωριό κατοικήθηκε ουσιαστικά κατά το 1700.

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, η περιοχή ανήκε στην εξουσία των υποχθόνιων θεοτήτων, κατοικούμενη από τους Κιμμέριους, οι οποίοι θεωρούνταν προσωποποιήσεις των ψυχών. Το χωριό αναδύθηκε από τα σπλάχνα της Αχερουσίας λίμνης, η οποία αποτελούσε την είσοδο της κοινωνίας των ψυχών. Επομένως δίκαιος μπορεί να θεωρηθεί ο χαρακτηρισμός της Αμμουδιάς ως χωριό του «Κάτω Κόσμου». Αξιοσημείωτος είναι ο θρύλος της ύπαρξης δύο στοιχειών του Μπούμπη στο έλος της Σπλάντζας και του Μπούντη στο έλος της Μπούντας, τα οποία θεωρούνταν νυχτερινοί φύλακες των πυλών του Άδη και στενοί συνεργάτες του Κέρβερου.
Η ΑΜΜΟΥΔΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Στο βορειοδυτικό σημείο της περιφέρειας της Αμμουδιάς, κατά την αρχαιότητα βρισκόταν η αρχαία πόλη Ελέα τμήμα της οποίας καταστράφηκε. Τα ερείπια που σώζονται θεωρείται ότι αποτελούσαν το φρούριο άμυνας ή την ακρόπολη ενώ στα δίχτυα ψαράδων βρέθηκαν πήλινα αγγεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη της πόλης. Στο ακρωτήρι Χειμέριο, το βόρειο άκρο του όρμου της Αμμουδιάς υπήρχε το φανάρι (φάρος), το οποίο για αιώνες καθοδηγούσε τους επισκέπτες στο Νεκρομαντείο, που βρίσκεται στο χωριό Μεσοπόταμος, για επικοινωνία με τις ψυχές των αγαπημένων τους προσώπων. Από το φανάρι προήλθε το όνομα του Δήμου Φαναρίου. Στην απέναντι όχθη του Αχέροντα υπάρχουν τα ερείπια του τελωνείου που αποδεικνύουν ότι η Αμμουδιά ήταν λιμάνι μεγάλης εμπορικής δραστηριότητας.

ΟΝΟΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΜΟΥΔΙΑ

Το βασίλειο του Πλούτωνα και της Περσεφόνης επισκέφθηκαν ηχηρά ονόματα του αρχαίου Ελληνικού κόσμου. Η αναλυτική περιγραφή του Ομήρου στην κ’ ραψωδία, φανερώνει ότι ο ίδιος είχε επισκεφθεί την περιοχή και μέσα από τη φαντασία του, ο Οδυσσέας έφτασε στην κοινότητα των ψυχών για να επικοινωνήσει με την ψυχή του μάντη Τειρεσία έτσι ώστε να ενημερωθεί για το γυρισμό του στην Ιθάκη. Ο Ηρόδοτος περιγράφει την επίσκεψη των απεσταλμένων του Περίανδρου στο Νεκρομαντείο για να ρωτήσουν την ψυχή της γυναίκας του Μέλισσας για τον κρυμμένο θησαυρό. Επίσης ο Ορφέας κατέβηκε στον Άδη για να ζητήσει πίσω με όπλο τη μουσική του, την αγαπημένη του Ευρυδίκη. Επίσης ο Θησέας με τον φίλο του Πειρίθου κατέβηκαν με σκοπό να αρπάξουν την Περσεφόνη θέλοντας να παντρευτούν κόρες θεών. Ο Ηρακλής ενσάρκωσε τον 12ο άθλο του, που αφορούσε τον Κέρβερο στις πύλες του Άδη. Πλήθος άλλων θεών ημίθεων και ηρώων κατέφθαναν κατά διαστήματα στο Νεκρομαντείο.

ΕΠΑΝΑΣΤΣΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Κατά την Τουρκοκρατία, η Αμμουδιά έγινε μάρτυρας της ηρωικής θυσίας του Μανιάτη ήρωα Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Η κυβέρνηση Μαυροκορδάτου έστειλε τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη με 500 συμπατριώτες του προς ενίσχυση των Σουλιωτών. Ο Μαυρομιχάλης αποβιβάστηκε στην Αμμουδιά και επέλεξε τη Μονή της Αγίας Ελένης ως βάση των εξορμήσεών του. Μέσω προδοσίας οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν τις προετοιμασίες της πρώτης εξόρμησης και το πρωί της 16ης Ιουλίου1822 περίπου 4000 Τουρκαλβανοί με επικεφαλή το Μουσταφά Μπέη επιτέθηκαν κατά των Ελλήνων σηματοδοτώντας την έναρξη της «μάχης της Σπλάντζας». Η Ελληνική δύναμη τοποθετημένη κοντά στο τελωνείο απέκρουε αποτελεσματικά τα αντίπαλα στρατεύματα μέχρι την απώλεια των επικεφαλών των δύο δυνάμεων. Ο ηρωικός θάνατος του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη σήμανε το τέλος της μάχης και την οπισθοχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων. Στη Μονή της Αγίας Ελένης έγινε η ταφή του Μαυρομιχάλη και αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν στην πατρίδα του
ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

Η Αμμουδιά πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε την 12η Αυγούστου του 1943 από τους Γερμανούς με αποτέλεσμα να αναγκαστούν οι κάτοικοι να εγκαταλείψουν το χωριό και να μεταβούν στην Πάργα. Το 1948, το χωριό ανοικοδομήθηκε από την υπηρεσία στεγάσεως πυροπαθών.


Η ΑΜΜΟΥΔΙΑ ΣΗΜΕΡΑ

Η Αμμουδιά αποτελεί σημαντικό τουριστικό θέρετρο κυρίως λόγω της μεγάλης παράδοσης και της σημαντικής περιβαλλοντικής της αξίας. Τόσο οι πληροφορίες που προέρχονται από τα μνημεία, όσο και τα σπάνια είδη της χλωρίδας και πανίδας που υπάρχουν στην περιοχή, αποτελούν σημαντική πηγή γνώσης και έρευνας.

Κυριακή 22 Ιουνίου 2008

ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΓΛΕΝΤΙ.



ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΓΕΥΣΗ ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΑΝΥΓΗΡΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΛΛΙΘΕΑ.ΠΩΣ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ ΟΛΟΙ ΜΕ ΤΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ.ΒΕΒΑΙΑ ΟΛΟ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΓΚΡΙΘΕΙ ΜΕ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΝΥΓΗΡΙΑ ΠΟΥ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ Σ ΟΛΑ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ.ΣΤΙΣ 4 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΤΙΣ 6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΣΤΟΝ ΡΩΜΑΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΡΑΣΟΒΟ,ΣΤΙΣ 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΡΑΝΙΑ,ΤΟΝ ΖΕΡΒΟ,ΤΟΝ ΓΑΛΑΤΑ,ΤΑ ΜΕΛΙΑΝΑ,ΤΗΝ ΚΡΑΝΙΑ,ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΝΥΓΗΡΙ ΣΤΗΝ ΓΛΥΚΗ(ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΟΙ ΜΠΥΡΕΣ ΔΕΝ ΠΑΓΩΝΟΥΝ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ ΑΛΛΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ).ΣΤΙΣ 7 ΙΟΥΛΙΟΥ ΣΤΟ ΝΙΚΟΛΙΤΣΙ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΡΙΑΚΙΣΗ.ΣΤΙΣ 8 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΟ.ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΣΕ ΠΟΛΛΑ ΑΛΑ ΧΩΡΙΑ ΟΠΩΣ ΤΟΥΣ ΠΑΠΑΔΑΤΕΣ,ΤΟΝ ΣΚΙΑΔΑ,ΤΟ ΡΙΖΟΒΟΥΝΙ ΤΟ ΘΕΣΠΡΩΤΙΚΟ Κ.Α.
ΑΞΙΖΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΤΕ ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΑΝΥΓΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΙΓΟΥΡΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΣΑΣ ΜΕΙΝΕΙ ΑΞΕΧΑΣΤΗ.

Σάββατο 21 Ιουνίου 2008

ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ.Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ.

























































Το πιο φημισμένο νεκρομαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου βρίσκεται κοντά στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης, στο σημείο όπου ενώνονται τα ποτάμια του Άδη, ο Αχέροντας με τον Κωκυτό. Στις αρχαίες πηγές η τοποθεσία της Αχερουσίας λίμνης περιγράφεται ως το σημείο κατάβασης των νεκρών στον Άδη και η Εφύρα, η πόλη της Ηπείρου που βρίσκεται λίγο βορειότερα, συνδέεται με πανάρχαιη λατρεία της θεότητας του θανάτου. Στο νεκρομαντείο πήγαιναν οι πιστοί για να συναντήσουν τις ψυχές των νεκρών, που μετά την απελευθέρωσή τους από το σώμα αποκτούσαν την ικανότητα να προβλέπουν το μέλλον. Η παλαιότερη αναφορά του νεκρομαντείου του Αχέροντα γίνεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια, όταν η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να συναντήσει στον Κάτω Κόσμο τον τυφλό μάντη Τειρεσία και να πάρει χρησμό για την επιστροφή στην πατρίδα του , και αμέσως παρακάτω δίνει τη συναρπαστική περιγραφή της καθόδου του Οδυσσέα, ενός θνητού, στον Άδη . Η ομοιότητα της ομηρικής περιγραφής με τη θέση του νεκρομαντείου είναι εκπληκτική, στοιχείο που παρατηρεί και ο Παυσανίας σχεδόν χίλια χρόνια αργότερα, θεωρώντας ότι ο Όμηρος πρέπει να είχε δει τα μέρη αυτά (1.17.5). Ωστόσο, στην ελληνική μυθολογία και άλλοι ήρωες είχαν τολμήσει αυτή την κατάβαση στον Άδη: ο Ορφέας για να φέρει στη γη την αγαπημένη του Ευρυδίκη, ο Ηρακλής για να φέρει στο βασιλιά Ευρυσθέα τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο σκύλο-φύλακα της εξόδου από τον Άδη, και ο Θησέας με τον Πειρίθου για να αρπάξουν την Περσεφόνη. Η παλαιότερη χρήση του λόφου όπου σώζεται το νεκρομαντείο ανάγεται στη μυκηναϊκή εποχή (14ος-13ος αι. π.Χ.), στην οποία χρονολογούνται τρεις παιδικοί τάφοι με λιγοστά ευρήματα. Αργότερα στο χώρο πρέπει να ιδρύθηκε ιερό αφιερωμένο στη θεότητα της Γης, όπως δείχνουν όστρακα αγγείων και πήλινα ειδώλια, που βρέθηκαν στους δυτικούς πρόποδες του λόφου και χρονολογούνται μέχρι και τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. Τα σωζόμενα λείψανα του νεκρομαντείου χρονολογούνται στην ελληνιστική περίοδο. Το κύριο τμήμα του ιερού χρονολογείται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους (τέλη 4ου - αρχές 3ου αι. π.Χ.), ενώ σε μια δεύτερη οικιστική φάση, στο τέλος του 3ου αι. π.Χ., προστέθηκε στα δυτικά του αρχικού ιερού ένα συγκρότημα με μια κεντρική αυλή, γύρω από την οποία υπήρχαν δωμάτια και αποθήκες. Το ιερό με αυτή τη μορφή λειτούργησε αδιάλειπτα για δύο αιώνες περίπου. Με την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους πυρπολήθηκε το 167 π.Χ., οπότε και τελείωσε η λειτουργία του. Στον 1ο αι. π.Χ. με την εγκατάσταση Ρωμαίων εποίκων στην πεδιάδα του Αχέροντα, η αυλή του ιερού κατοικήθηκε πάλι. Στις αρχές του 18ου αιώνα στο χώρο οικοδομήθηκε η μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που σώζεται μέχρι σήμερα, και το αντίστοιχο νεκροταφείο.
Το νεκρομαντείο του Αχέροντα είναι κτισμένο στην κορυφή ενός λόφου και για την κατασκευή του χρειάσθηκε να ισοπεδωθεί ο βράχος. Ένας πολυγωνικός ορθογώνιος περίβολος με είσοδο στη βόρεια πλευρά περιβάλλει ένα τετράγωνης κάτοψης κτήριο, το κυρίως ιερό. Αυτό χωρίζεται με δύο παράλληλους τοίχους σε μια κεντρική αίθουσα και δύο πλάγια κλίτη. Κάτω από την κεντρική αίθουσα βρίσκεται μια υπόγεια αίθουσα, λαξευμένη στο βράχο, η οροφή της οποίας στηρίζεται σε δεκαπέντε πώρινα τόξα. Πρόκειται για το σκοτεινό ανάκτορο της Περσεφόνης και του Άδη. Η αρχιτεκτονική μορφή του οικοδομήματος μπορεί να συγκριθεί με ένα μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο, με μαυσωλείο, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία και στην Ανατολή για την ταφή διάφορων ηγεμόνων (π.χ. μνημείο του Μαυσώλου στην Αλικαρνασσό). Η κατασκευή του με επιμελημένη πολυγωνική τοιχοδομία, σιδερόφρακτες πύλες, εσωτερική διαίρεση με διαδρόμους, ήταν προσαρμοσμένη στη χθόνια λατρεία και στις τελετουργίες της. Οι πιστοί έμπαιναν σε ένα σκοτεινό διάδρομο και ο ιερέας τους οδηγούσε στους κατάλληλους χώρους για να γίνει η προετοιμασία τους. Εκεί έπρεπε να κάνουν δίαιτα, να απαλλαγούν από τα μιάσματα με κάθαρση και να τελέσουν θυσίες. Μετά έμπαιναν στη μεγάλη σκοτεινή αίθουσα για να συναντήσουν τις ψυχές των νεκρών. Οι εργασίες έφεραν στο φως εκατοντάδες αγγείων, που περιείχαν προσφορές, λυχνάρια, αλλά και μικρότερα αγγεία, τα οποία ήταν συχνά διακοσμημένα με το ρυθμό ''δυτικής κλιτύος'', ενώ στις αποθήκες βρέθηκαν, επίσης, μυλόπετρες, θαλασσινά όστρεα, γεωργικά και οικοδομικά εργαλεία, ειδώλια της θεάς Περσεφόνης και του Κέρβερου.

Καταλυτικός για τη μαντεία ήταν ο ρόλος των ιερέων, οι οποίοι επεδίωκαν συζητήσεις με τους επισκέπτες για να γνωρίσουν τις προθέσεις τους και να δώσουν τις ανάλογες απαντήσεις, καθώς και η ιεροτεσλετία που ακολουθούνταν. Υπέβαλαν τους επισκέπτες σε ψυχολογικές και σωματικές δοκιμασίες είτε με τη δαιδαλώδη, επιβλητική κατασκευή του μαντείου και τις σκοτεινές γεμάτες υγρασία αίθουσες είτε με δίαιτα και με τη βοήθεια κυάμων (= κουκιά) που μασούσαν ώστε να θολώνουν το μυαλό τους και να εξάπτουν τη φαντασία τους.
Για να λάβει ο επισκέπτης απάντηση από την ψυχή έπρεπε να τελέσει προσφορές και να τη βγάλει από τη λήθη δίνοντάς της να πιει αίμα. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Ομήρου σύμφωνα με την οποία η μάνα του Οδυσσέα δεν τον αναγνώρισε παρά μόνο όταν ήπιε από το αίμα της προσφοράς.
Οι ψυχές θεωρούνταν άυλες σαν σκιές. Τα "είδωλα" των ψυχών τα ανέβαζαν οι ιερείς με σιδερένιους μοχλούς από την υπόγεια αίθουσα. Στο τέλος οι πιστοί αποχωρούσαν από άλλη έξοδο ώστε να μην έρθουν σε επαφή με τους επόμενους επισκέπτες εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη μυστικότητα. Η οποιαδήποτε μαρτυρία του χρησμού αποτελούσε βλασφημία και οδηγούσε ακόμα και σε θάνατο.
Στις αποθήκες βρέθηκαν μυλόπετρες, θαλασσινά όστρεα, γεωργικά και οικοδομικά εργαλεία και ειδώλια της Περσεφόνης και του Κέρβερου.

Η Αρχαιολογική Εταιρία διενήργησε ανασκαφές στο χώρο του Νεκρομαντείου τα έτη 1958-1964 και 1976-1977 υπό τον καθηγητή αρχαιολογίας Σωτήριο Δάκαρη ύστερα από παρότρυνση του δάσκαλου Κώστα Μουσελίμη.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

Η ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ ΛΙΜΝΗ ΖΗΡΟΥ.















































































Η Λίμνη Ζηρού βρίσκεται 2 χλμ δυτικά της επαρχιακής οδού Άρτας - Φιλιππιάδας - Ιωαννίνων απέναντι από την κοινότητα Παντάνασσας Άρτας. Διοικητικά και γεωγραφικά ανήκει σε τρεις δήμους: Φιλιππιάδας (N. Πρέβεζας), Θεσπρωτικού (Ν. Πρέβεζας) και Ξηροβουνίου (Ν. Αρτας). Το όνομά της λίμνης «Ζηρός» έχει Σλαβική προέλευση (Ozero = λίμνη στα Ρωσικά, Σέρβικα κλπ), προφανώς κατάλοιπο μεσαιωνικής εποίκησης της περιοχής από Σλαβικά φύλα. Πρόκειται για σημαντικό αξιοθέατο που είναι σχετικά άγνωστο γιατί δεν υπάρχει στους τουριστικούς χάρτες με κλίμακα κάτω του 1:300.000.

Η δημιουργία της λίμνης
Ζηρού φαίνεται να οφείλεται στην τεκτονοκαρστική δραστηριότητα της περιοχής. Οι γεωλόγοι πιστεύουν ότι η λίμνη αποτελούσε λιμναίο σπήλαιο, αλλά η οροφή κατέρρευσε προ 10.000 ετών περίπου. Ο υδροφόρος ορίζων της λίμνης είναι ο ίδιος με αυτόν του ποταμού Λούρου, συνεπώς τα δύο υδάτινα συστήματα επικοινωνούν. Οι διαστάσεις της λίμνης είναι περίπου 900μ Χ 600μ. Το μέγιστο βάθος της λίμνης, σύμφωνα με μετρήσεις του ιδιώτη Χαράλαμπου Γκούβα το έτος 1997 βρέθηκε 70 μέτρα ενώ στη βόρεια όχθη το άμεσο βάθος στα βράχια είναι 9 μέτρα. Η νότια όχθη «σβήνει» σταδιακά σε ρηχή αμμουδιά. Η θερμοκρασία του νερού κυμαίνεται χειμώνα καλοκαίρι από 9,6οC – 21,2οC. Όπως σε όλες τις λίμνες με γλυκό νερό η άνωση είναι χαμηλότερη από αυτή των θαλασσών, και η κολύμβηση εγκυμονεί κίνδυνο πνιγμού. Στο παρελθόν έχουν πνιγεί άτομα που προσπαθησαν να κολυμπησουν σε αυτην.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ.

Στις όχθες αυτής της όμορφης λίμνης, είχε χτιστεί από Αυστριακούς αρχιτέκτονες το 1950-1955 η ‘’Παιδόπολη του Ζηρού’’ (‘’Ζηρόπολη’’), με αντικείμενο την περίθαλψη των ορφανών παιδιών του 2ου Παγκοσμίου

Πολέμου και του Εμφυλίου Πολέμου, με πρωτοβουλία της τότε Βασίλισσας Φρειδερίκης. Από το 1955 μέχρι το 1975 η Ζηρόπολη αποτέλεσε ένα σημαντικό εκπαιδευτικό, πολιτιστικό και οικονομικό πυρήνα της περιοχής. Το 1965 μετά από ισχυρό σεισμό, πολλά λιθόκτιστα κτίρια υπέστησαν ανεπανόρθωτες ζημιές και η πόλη πέρασε σε παρακμή, συνεπικουρούμενη και από το γεγονός ότι πολλά ορφανά παιδιά ενηλικιώνονταν και έφευγαν. Το 1992 οι εγκαταστάσεις της ‘’Ζηρόπολης’’ χρησιμοποιήθηκαν για την στέγαση 2000 Αλβανών οικονομικών προσφύγων. Το 1994-1995 η λίμνη ‘’Ζηρού’’ χρησιμοποιήθηκε παράνομα για αγώνες σκι, με ταχύπλοα σκάφη, από τον Ναυτικό Όμιλο Ιωαννίνων. Μετά από διαμαρτυρίες και δικαστικά ασφαλιστικά μέτρα της «Περιβαλλοντολογικής Εταιρείας Πρέβεζας» οι αγώνες δεν επαναλήφθηκαν. Στις 25 Μαΐου 1997 έγινε κυκλική διάπλευση της λίμνης με κωπήλατο σουηδικό Canoe Incas και πλήρης φωτογράφιση των παραλίμνιων ακτών από τους ιδιώτες Χαράλαμπο Γκούβα και Γρηγόρη Κατσίλη, όπως επίσης και βυθομέτρηση της λίμνης. Το έτος 1999 η λίμνη Ζηρού εντάχθηκε στο πρόγραμμα Natura 2000 από τη Νομαρχία Πρέβεζας και εξασφαλίσθηκαν κονδύλια ύψους 700.000.000 δρχ για την αξιοποίησή της, επί Νομαρχίας Δημητρίου Τσουμάνη. Ήδη τον Οκτώβριο του 2000, είχαν κατασκευασθεί κάποιες αθλητικές εγκαταστάσεις (γήπεδα τένις, κλπ). Το έτος 2000, ο δασολόγος εργολάβος κ. Ευάγγελος Σκάρπος, παρέδωσε έτοιμο το οικολογικό πεζοπορικό μονοπάτι που κυκλικά οδηγεί στο λόφο πάνω από τη λίμνη Ζηρού. Το έτος 2000 ξέσπασαν έντονες διαμάχες μεταξύ του Δήμαρχου Φιλιππιάδας κ. Βέργου και του Νομάρχη Πρέβεζας κ. Δημητρίου Τσουμάνη, σχετικά με το ποιος θα έχει την ευθύνη των έργων στη λίμνη. Τελικά κτίσθηκαν στην όχθη της λίμνης κτίρια με σκοπό τη χρήση τους ως εστιατόρια, αλλά τίποτε δεν λειτουργούσε μέχρι το καλοκαίρι του 2002. Εκείνη την εποχή, η λίμνη αποτέλεσε το επίκεντρο έντονης διαμάχης μεταξύ του τότε Δημάρχου Φιλιππιάδας κ. Βέργου και άλλων πολιτικών του αντιπάλων, για το θέμα της πραγματοποίησης ή όχι εκεί, «Διεθνούς φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής», το οποίο τελικά ακυρώθηκε λόγω ασφαλιστικών μέτρων των αντιδικούντων με τον Δήμαρχο Φιλιππιάδας μελών της αντιπολίτευσης, σε μονομελές δικαστήριο. Το Δεκέμβριο του 2004 άρχισε να λειτουργεί παρόχθια της Λίμνης Ζηρού το παραδοσιακό καφεστιατόριο «Λίμνη Ζηρού», ιδιοκτησίας Δήμου Θεσπρωτικού, το οποίο είχε κτισθεί με κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα έτη 2006-2007 έγιναν επεκτάσεις έργων και εγκαταστάσεων της καφετέριας Restaurant στο δυτικό μέρος της λίμνης Ζηρού, πού πέραν της αλλοίωσης του φυσικού περιβάλλοντος και της ενδεχόμενης μελλοντικής μόλυνσης, εμπλέκει και κάποιες δημόσιες υπηρεσίες που με τη σιωπηλή ανοχή τους συνέβαλαν στην εξέλιξη αυτών των επεκτάσεων έργων.πάθησαν να κολυμπήσουν ή ψάρευαν.

Η λαϊκή μυθολογία έχει πλάσει και σχετικό μύθο σχετικά με τη δημιουργία της λίμνης. Σύμφωνα με αυτόν, δύο αδελφές, μία πλούσια και μία φτωχή, βρίσκονταν σε αντιδικία με έρεισμα τα παχουλά παιδιά της φτωχής που σιτίζονταν με αποφάγια της πλούσιας. Τελικά επήλθε ρήξη των δύο αδελφών και η φτωχή πήρε το δρόμο της ξενιτιάς προς το βουνό. Τότε παρουσιάσθηκε άγγελος και της είπε να μη γυρίσει πίσω να δει την καταστροφή γιατί θα μετατραπεί σε στήλη άλατος. Σε λίγο έγινε σεισμός και η περιοχή κατέρρευσε με αποτέλεσμα να καταπιεί το σπίτι και την οικογένεια της πλούσιας αδελφής. Η φτωχή αδελφή τρόμαξε και γυρίζοντας πίσω ‘’μαρμάρωσε’’ μαζί με το γάιδαρό της. Προφανώς η λαϊκή μυθολογία σαν άγαλμά της εννοεί το μεγάλο βράχο ανατολικά της λίμνης.